- κοντολογία
- και κοντολογιά, η (Μ κοντολογία) [κοντολογώ]σύντομη αφήγηση, περιληπτική διήγησημσν.(και ως επίρρ.) κοντολογιάμε λίγα λόγια, σύντομα («νὰ τὸ εἰπῶ κοντολογιά», Σαχλίκ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοντολογιά — η συντομία, σύντομη διήγηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντολογιογραμμένος — κοντολογιογραμμένος, η, ο (Μ) γραμμένος με λίγα λόγια, με συντομία, βραχυλογικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντολογία + γραμμένος, μτχ. παθ. τού ρ. γράφω] … Dictionary of Greek
κοντολογιό — το φρ. «εις κοντολογιό» ή «σ κοντολογιό» με λίγα λόγια, με συντομία, κοντολογίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντολογία με αλλαγή γένους] … Dictionary of Greek